Ἀπόστολος Τιμόθεος


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄

Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόρρητα· καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Κοντάκιον

Ἦχος δ’. ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία, τὴν λαμπρὰν καὶ εὔσημον, σοῦ ὦ Τιμόθεε σοφέ, μνήμην Χριστὸν μεγαλύνουσα, τὸν σὲ ἐν πόλῳ, καὶ γῇ μεγαλύναντα.


Μεγαλυνάριον

Τοῦ κηρύγματός σου ταῖς ἀστραπαῖς, τοὺς ἐν σκότει ὄντας, κατεφώτισας θαυμαστέ, λάτρας ἀναδείξας, Τριάδος τῆς Ἁγίας, Τιμόθεε παμμάκαρ, μύστα τῆς χάριτος.


Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 22αν Ἰανουαρίου.


* * *

    Σεβασμιώτατε,

    Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,

    Ἀξιότιμοι Κύριοι,


    Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔφερε ὅλους ἡμᾶς ἀπὸ τὸ ὡρισμένο χωράφι ποὺ ὁ Μεγάλος Γεωργὸς τοῦ καθενὸς ἐνεπιστεύθη, νὰ γίνῃ ξερριζωτὴς καὶ φυτευτής, στὴν κοινὴ αὐτὴ Σύναξι (Ἱερεμ. α΄).
    Ἤλθαμε, καὶ θὰ φύγωμε πάλι.
    Ἤλθαμε νὰ πάρωμε λόγο ἀπὸ τὸν Λόγο. Νὰ χαρῇ ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν θεωρία τόσων ἱερατικῶν προσώπων.
    Νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ δύναμι Θεοῦ. Μὲ κουράγιο γιὰ τὴν πολυκάματη πορεία τοῦ ποιμαντικοῦ μόχθου τῆς ἐρχομένης χρονιᾶς.
    Ὅλ’ αὐτὰ ἤλθαμε νὰ πάρωμε.
    Καὶ θὰ φύγωμε, γιὰ νὰ δώσωμε στὸ πνευματικό μας ποίμνιο αὐτὰ ποὺ πήραμε. Νά μᾶς νοιώσῃ πιὸ δυναμικούς, πιὸ βαθεῖς, ἀληθινὰ ἀνανεωμένους.
    Πολλὲς φορὲς ἀναρωτοῦμε, τί πιὸ πολὺ θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς βοηθήσῃ στὴν ἀνανέωσι αὐτή, ἕνας λόγος, μία ἰδέα ἢ ἕνα πρόσωπο;
    Θὰ πρέπει, μᾶλλον οὔτε τὰ λόγια οὔτε τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ τὰ λόγια ποὺ γίνηκαν βίωμα στὰ πρόσωπα.
    Λόγια χωρὶς βίωσι μένουν λόγια ὅσο ὡραῖα καὶ νὰ εἶναι. Πρόσωπα χωρὶς τὴ ζωὴ τοῦ Λόγου γίνονται κόλασι. Ἔτσι, ἀκόμη κι αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τοὺς Ἁγίους ποὺ τὸν ἔζησαν, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχη πρακτικὴ ἀξία γιὰ μᾶς. Ὅσο ἀξίζει ἕνας ἅγιος ποὺ ἔζησε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἀξίζουν ὅλες μαζ
οἱ Βιβλιοθῆκες ποὺ κλείνουν ὅλη τὴ σοφία τοῦ κόσμου.
    Γι’ αὐτό, μεγάλο κεφάλαιο στὴν πνευματική μας δυνάμωσι, εἶναι, πλάϊ στὴν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ μελέτη τῆς πολιτείας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
    Σήμερα δὲν διαβάζομε ὅσο πρέπει τὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂν στὸν Ὄρθρο τῆς κάθε ἡμέρας ἐγίνετο ἀνάγνωσις τῆς πολιτείας τοῦ κάθε ἑορταζομένου Ἁγίου, ὅπως παρατίθεται στὸ Μηναῖο, (αὐτὸ τὸ προσκλητήριο τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ στὸ στρατόπεδο τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας), θὰ ἦταν ἀπροσμέτρητη ἡ ὠφέλεια.
    Νομίζω, ὅτι ἐκεῖ ἀποβλέπει ἡ ἐφετεινὴ προσφορὰ τοῦ Ἱερατικοῦ μας Συνεδρίου. Νὰ παρουσιάσῃ μιὰ μεγάλη μορφὴ ἀπὸ μιὰ ὡρισμένη ἐκκλησιαστικὴ ἐποχή, τὴν ἐποχὴ τῶν συνεργατῶν καὶ διαδόχων τῶν Ἀποστόλων, διὰ νὰ μᾶς τὴν προβάλῃ πρὸς μίμησι.
    Προεβλήθησαν ἤδη δύο μορφές. Ἀκόμη μὶα τρίτη θὰ ἦτο δυνατὴ εἰς τὰ πλαίσια τοῦ προγράμματός μας.


Tιμόθεος

   

    Ὁ συνεργὸς Παύλου καὶ πρῶτος ἐπίσκοπος Ἐφέσου, μία μεγάλη μορφὴ γεμάτη ἀπὸ βαθειὰ θερμὰ αἰσθήματα καὶ ἀφοσίωσι ὑποδειγματική.
    Οἱ κύριες πηγὲς ἀπ’ ὅπου δυνάμεθα νὰ ἀντλήσωμε τὶς πληροφορίες μας εἶναι τὸ Βιβλίον τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀπ. Παύλου καὶ πρὸ παντὸς οἱ δύο πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολές, καὶ ἡ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας.
    Πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι, ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφῃ εἰς τὸν Τιμόθεο ποιμαντικὲς προτροπές, πρέπει νὰ ἐννοήσωμε ὅτι δὲν ἐστερεῖτο ὁ δεύτερος ἀπ’ ὅ,τι τοῦ ἔγραφε, ἀλλὰ φοβούμενος ὁ Ἀπόστολος μήπως ἐκπέσῃ ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ὁ ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθείς, τοῦ ὑπενθυμίζει καὶ τοῦ ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ διαρκῶς, καὶ μάλιστα χρησιμοποιεῖ σὰν μάρτυρα αὐτὸν τὸν Θεόν: «
Διαμαρτύρομαι οὖν ἐγὼ ἐνώπιον τοῦ Θεoῦ καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ… κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως…» (Β΄Τιμ. δ΄1,2). Ὥστε κάθε προτρεπτικὸς λόγος, πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἐγκώμιον ἢ χαρακτηρισμός, δύνανται νὰ ἐκληφθοῦν σὰν ἤδη κεκτημένες καταστάσεις τοῦ Τιμοθέου. Συνεπῶς, ὅσα τοῦ γράφει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι θαυμάσιον ὑλικόν, ἱκανόν να σκιαγραφήσῃ πλούσια τὴν ἁγίαν προσωπικότητα τοῦ ἀγαπημένου Μαθητοῦ του.
    Μὲ τὴν ρητὴ ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὶς εὐλογίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, οἱ δύο Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας, κάπου τὸ 45 μ.Χ., δοκιμάζουν τὴν πρώτη τους ἀποστολικὴ περιοδεία. (Πράξ. ιγ΄2-4). Κατέβηκαν στὴν Σελεύκεια καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο. Ἀφοῦ σημείωσαν σημαντικὴ ἐπιτυχία ἐκεῖ, περνοῦν ἀπέναντι στὴν Νοτία πλευρὰ τῆς Μ. Ἀσίας καὶ διερχόμενοι τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ τὸ Ἰκόνιον, κατέληξαν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας, Λύστραν καὶ Δέρβην (Πράξ. ιγ’ 4 - ιδ’ 7).
    Ἀνάμεσα στὸν εἰδωλολατρικὸ πληθυσμὸ τῆς Λύστρας, μιὰ σεμνὴ ἑβραϊκὴ οἰκογένεια διατηροῦσε ἀκόμη τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἡ γιαγιά, ἡ Λωίδα, ἡ κόρη της ἡ Εὐνίκη μὲ τὸ μοναχοπαίδι της τὸν Τιμόθεο. Ὁ πατέρας τοῦ Τιμοθέου ἦταν Ἕλληνας καὶ πρὸ πολλοῦ εἶχε πεθάνει. Ἔτσι, μέσα στὸ οἰκογενειακὸ αὐτὸ περιβάλλον τῶν δύο γυναικῶν μεγάλωσε καὶ ἀνετράφη ὁ Τιμόθεος. Ἦταν ἕνα σπιτικὸ παιδί. Οἱ βρώμικες συνήθειες τῆς πόλεως οὔτε κἄν τὸν ἄγγιξαν.
    Ἡ μητέρα του καὶ ἡ γιαγιά του εἶχαν φροντίσει ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ διοχετεύουν τὶς διανοητικὲς ἀναζητήσεις τοῦ παιδιοῦ καὶ τὰ αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς του, στὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία καὶ τὴν μελέτη τῶν ἱερῶν Γραμμάτων, τὴν Ἁγία Γραφή. Θὰ γράψῃ ἀργότερα στὸν Τιμόθεο ὁ Ἀπ. Παῦλος ὅταν θὰ εἶναι πιὰ ὥριμος ἄνδρας καὶ Χριστιανός:
«Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β’ Τιμ. γ΄ 14, 15).
    Ἂν ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀπέκτησε ἕναν πολυτιμώτατον συνεργάτην καὶ ἡ Ἐκκλησία ἕναν Ἅγιον, τοῦτο ὀφείλεται στὶς δύο αὐτὲς γυναῖκες ποὺ σμίλεψαν τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὰ βρεφικά του ἀκόμη χρόνια. Θὰ τὸ σημειώσῃ κι αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος: «Ὑπόμνησιν λαμβάνω τῆς ἐν σοί ἀνυποκρίτου πίστεως, ἥτις ἐνώκησε πρῶτον ἐν τῇ μητρί σου Εὐνίκῃ, πέπεισμαι δὲ ὅτι καὶ ἐν σοί» (Β΄ Τιμ. α΄ 5). Μία κληροδότησι ἀνυποκρίτου πίστεως ποὺ ξεκινᾶ ἀπ’ τὴ γιαγιὰ καὶ περνώντας ἀπ’ τὴ μητέρα φθάνει στὸν ἐγγονό. Μία καλὴ κληροδότησι ποὺ προστατεύεται καὶ προάγεται ἀπὸ μιὰ καλὴ ἀγωγή. Οἱ Ἀπόστολικες Διαταγές, παίρνοντας ἀφορμή ἀπὸ τὴν προτροπὴ αὐτὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου σημειώνουν πολὺ χαρακτηριστικά:
«ποιεῖτε –τὰ παιδία- ὑποτακτικά, ἀπὸ βρέφους διδάσκοντες αὐτὰ ἱερὰ γράμματα, ἡμέτερά τε καὶ θεῖα, καὶ πᾶσαν γραφὴν θείαν παραδιδόντες αὐτοῖς, ἄνεσιν αὐτοῖς μὴ διδόντες κατεξουσιάζειν ὑμῶν παρὰ τὴν ἡμετέραν γνώμην, μετὰ ὁμηλίκων εἰς συμπόσιον μὴ ἑῶντες αὐτὰ συμβάλλειν οὕτω γὰρ εἰς ἀταξίαν ἐκτραπήσονται καὶ εἰς πορνείαν περιπεσοῦνται. Καὶ ἐὰν παρὰ τὴν τῶν γονέων ἀμέλειαν τοῦτο πάθωσιν, ἔνοχοι τῶν ψυχῶν αὐτῶν οἱ γεννήσαντες ὑπάρξουσιν» (Ἀποστ. Διαταγ. Βιβλ. Δ’ ΧΙ, ΒΕΠΕΣ 2 73, 20). Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσε καὶ ἀνετράφη ὁ Τιμόθεος, καὶ κατώρθωσε νὰ γίνῃ σκεῦος πολύτιμο στὸν Κύριό του. Ἕνα δοχεῖο ἕτοιμο νὰ δεχθῇ ὅλη τὴν εὐωδία τῆς θείας Χάριτος καὶ τὸ ζηλευτὸ ἀξίωμα, νὰ γίνῃ παμφίλτατος συνεργάτης τοῦ πιὸ μεγάλου ἐργάτου τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Ἀπ. Παύλου. Μέσα στὸ σπίτι αὐτὸ τῆς Λύστρας βρῆκαν ἀνάπαυσι οἱ καρδιὲς τῶν δύο ἀποστόλων, τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Καὶ ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐπιχειρῇ τὴν δεύτερή του περιοδεία, ὁ Τιμόθεος εἶναι πλέον ἕτοιμος νὰ δώσῃ τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό. Ἦταν πολὺ νέος ὅταν ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο στὰ μεγάλα του καὶ ἐπικίνδυνα ταξείδια. Θὰ σταθῇ καὶ ὁ πολυτιμώτατός του γραμματέας. Ὁ Παῦλος θὰ ὑπαγορεύῃ καὶ ὁ Τιμόθεος θὰ γράφῃ τὶς ἐπιστολές. «Παῦλος καὶ Τιμόθεος, δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ… τοῖς οὖσιν ἐν Φιλίπποις…» (Φιλιπ. α΄1). «Ἀσπάζονται ὑμᾶς Τιμόθεος ὁ συνεργός μου» (Ρωμ. ις΄ 21). Ἀλλὰ γιατί τὸ ὄνομα τοῦ Τιμοθέου στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπιστολῆς ποὺ φανερώνει τὸν συντάκτη της; Ἐδῶ φαίνονται δύο μεγάλες ψυχές, ἡ μία πλάϊ στὴν ἄλλη, ὁ ὥριμος Παῦλος ποὺ ξέρει νὰ τιμᾶ τοὺς συνεργάτες του καὶ ὁ νεαρὸς Τιμόθεος ποὺ ἔμαθε νὰ ἀφοσιώνεται στὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν κάποιες φορὲς εἶναι πολὺ ἀνάγκη νὰ χωρισθοῦν γιὰ νὰ σταλῇ σὲ κάποια ἱεραποστολὴ ὁ Τιμόθεος, ὁ μὲν Ἀπόστολος θὰ γράφη: «ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθῃ πρὸς αὐτόν» (Πράξ. ιζ΄ 15) ἢ «Σπούδασον ἐλθεῖν πρὸς με ταχέως» (Β΄ Τιμ. δ΄9).

    Καὶ ὁ Τιμόθεος;

    Γι’ αὐτὴν τὴν πλούσια καρδιὰ θὰ γράφῃ ὁ Ἀπόστολος; «Ὡς ἀδιάλειπτον ἔχω τὴν περ σοῦ μνείαν ἐν ταῖς δεήσεσί μου νυκτὸς καὶ ἡμέρας, ἐπιποθῶν σε ἰδεῖν μεμνημένος σου τῶν δακρύων, ἵνα χαρᾶς πληρωθῶ» (Β΄ Τιμ. α΄ 3). Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος νὰ αἰσθάνεται διαφορετικὰ μπροστὰ σὲ μιὰ τέτοια ἀληθινὰ χριστιανικὰ καλλιεργημένη ψυχή. Τὰ δάκρυα ἦταν ὅλος ὁ ἀνθὸς τῆς καρδιᾶς τοῦ συνεργάτου καὶ μαθητοῦ του!



Ὁ πιστὸς

    Εἶναι δύσκολο νὰ προσεγγίσῃ κανεὶς μία ἁγία καὶ πιστὴ ψυχὴ γιὰ νὰ τὴν ἀναλύσῃ. Ὁ ἅγιος δὲν μπαίνει κάτω ἀπὸ τὸ φακὸ τῆς ἐπιστήμης καὶ τὴν ψυχαναλυτικὴ παρατήρησι γιατὶ ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅριά της. Δὲν εἶναι ὁ κοινὸς μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος ὅπως τὸν γνωρίζει καὶ τὸν ἐξετάζει ἡ ἐπιστήμη, ἀλλὰ ὁ ἀνακαινισμένος ἄνθρωπος ποὺ ζῆ μὲν στὴ γῆ ἀλλὰ ἔκλεισε μέσα του τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν καθήμενο ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ὁ «καινὸς ἄνθρωπος»«ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἄνθρωπος»«ἀναγεννημένος». Ἡ συμπεριφορά του καὶ ἡ πολιτεία του εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ λογικό.
    Γιὰ τὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου εἶναι παράλογη, μωρή. Εἶναι ἡ «μωρία» τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ σταυροῦ ποὺ εἶναι ἡ σοφία ἡ ἀληθινὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ τὰ κριτήριά της.
    Ἔτσι κρίνεται καὶ ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ, σὰν μωρία καὶ παραλογισμὸς στὰ μάτια ἑνὸς ὀρθολογίζοντος καὶ ξεπεσμένου κόσμου. Ἡ πίστι τοῦ Ἀπ. Παύλου θὰ κάνῃ τὸν Φῆστο νὰ ξεφωνίσῃ μέσα σὲ μία ἐπίσημη σύναξι,
«μαίνη, Παῦλε τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει» (Πράξ. κς΄ 24). Πῶς μπορεῖ νὰ μὴ κριθῇ παραλογισμένος ὁ πιστὸς ὅταν μπροστὰ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ σπαταλᾶται στὶς ἡδονές, αὐτὸς ἐγκρατεύεται; Πού πλουτίζει μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο τρόπο, αὐτὸς θεληματικὰ πτωχεύει; Πού μὲ κάθε τρόπο ἁρπάζει καὶ ἀδικεῖ καὶ ποδοπατεῖ γιὰ νὰ ζήσῃ, ὅταν αὐτὸς προσφέρει τὴ ζωή του καὶ ἀναλώνεται καὶ πεθαίνει κάθε μέρα καὶ γίνεται μάρτυς συνειδήσεως καὶ μάρτυς αἵματος;
    Αὐτός, ὡστόσο, εἶναι ὁ πιστὸς Χριστιανός.
    Ἄρχοντας μέσα στὴ γενιά του.
    Φάρος καὶ πετράδι λαμπερό.
    Καὶ ὁ Τιμόθεος ἦταν ὁ πιστός, ὁ ἀνυπόκριτα πιστός
. «Τιμοθέῳ, γνησίῳ τέκνῳ ἐν πίστει» (Α΄ Τιμ. α΄ 2). «Ὑπόμνησιν λαμβάνω τῆς ἐν σοὶ ἀνυποκρίτου πίστεως, ἥτις ἐνώκησεν… ἐν σοί» (Β΄ Τιμ. α΄ 4). Τίτλος τιμῆς, παράσημον ἀναφαίρετον ἀπὸ τὸν Μεγάλον Παῦλον, στὸν Μαθητή του τὸν Τιμόθεο: Ὁ τίτλος τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου.
    Σὲ καμμιὰ ἐποχή, καὶ συνεπῶς καὶ σήμερα, κανένα ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅσο μεγάλο καὶ νὰ εἶναι, δὲν μπορεῖ ν’ ἀντέξῃ στὴν αἰωνιότητα, ἂν δὲν γίνεται μὲ τὴν πνοὴ τῆς πίστεως.
    Ἀντίθετα, κάθε ἔργο ποὺ δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν πίστι ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, βλασφημία καὶ ἁμαρτία λογαριάζεται.
«Πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» (Ρωμ. ιδ΄ 23). Κάθε μας ἔργο, κάθε μας κίνησι, κάθε μας λόγος, κάθε σκέψι , μέσα στὴν καθημερινότητα, πρέπει νὰ ξεκινοῦν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔγκρισί Του, κάτω ἀπὸ τὴ δύναμί Του, κάτω ἀπ’ τὴν ἀγάπη Του. Τότε ὅλα παίρνουν νόημα καὶ ἀποκτοῦμε τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Ποτὲ μὴν ποῦμε: ἔχω πίστι. Ἡ πίστις δὲν ἔχει ὅρια. Οἱ Μαθηταὶ μὲ πολλὴ αὐτογνωσία μπροστὰ στὴν ἄβυσσο δυνάμεως καὶ ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ζητοῦσαν ταπεινά: «Πρόσθες ἡμῖν Κύριε, πίστιν».

Ὁ καταρτιζόμενος

    Ἀλλὰ γιὰ νὰ φθάσῃ ὁ Χριστιανὸς σ’ ἕνα ἱκανοποιητικὸ ἐπίπεδο πίστεως χρειάζεται κατάρτισι. Ὁ Τιμόθεος ἀπὸ βρέφος μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή. «Ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν» (Β΄ Τιμ. γ΄ 15), θὰ τοῦ γράψῃ ὁ Ἀπόστολος.
    Χωρὶς τὴν λιπαρὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, ἡ κατάρτισις εἶναι ἐλλειπής. Καὶ ὅταν αὐτὴ λείπῃ, τότε καὶ ἡ πίστις χωλαίνει, γιατί μόνον ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στὴν πίστι.
    Ἐπειδὴ οἱ Κορίνθιοι δὲν εἶχαν γνῶσι Θεοῦ, γι’ αὐτὸ ἀπιστοῦσαν στὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν πρὸς τοὺς ὁποίους μὲ αὐστηρότητα γιὰ γράψῃ ὁ Ἀπ. Παῦλος:
«ἀγνωσίαν Θεοῦ τινές ἔχουσι, πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω» (Α΄ Κορ. ιε΄34).
    Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φθάνει σὲ σχήμα ὑπερβολῆς χωρὶς ὡστόσο νὰ ὑπερβάλῃ:
«Ἀδύνατον –λέγει- ἀδύνατον σωθῆναι ἄνευ τῆς τῶν θείων Γραφῶν ἀναγνώσεως» καὶ θὰ ἐπισημάνῃ: «Ἐντεῦθεν, τὰ μυρία ἐφύη κακά, ἀπὸ τῆς τῶν Γραφῶν ἀγνοίας· ἐντεῦθεν ἡ πολλὴ τῶν αἱρέσεων ἐβλάστησε λύμη· ἐντεῦθεν οἱ ἠμελημένοι βὶοι· ἐντεῦθεν οἱ ἀκερδεῖς πόνοι». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος θὰ γράψῃ στὸν Τιμόθεο: «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν» (Α΄ Τιμ. δ΄15). Ἡ ὅλη πνευματικὴ προκοπὴ εἶναι πράγματι καρπὸς αὐτῆς τῆς διαρκοῦς μελέτης καὶ καταρτίσεως.
    Μᾶς κάνει ἐντύπωσι, ὅτι αὐτὸς ὁ δέσμιος καὶ θεοδίδακτος Ἀπόστολος νὰ παραγγέλῃ στὸν Τιμόθεο, ἂν καὶ ἤξερε καὶ τὸ σημείωνε ὅτι τὸ τέλος του εἶχε φθάσει καὶ τὴν ζωή του πιὰ τὴν ἔκανε σπονδὴ στὸν Θεὸ (Β΄ Τιμ. δ΄ 6), ἐρχόμενος στὴ Ρώμη καὶ περνῶντας ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Κάρπου στὴν Τρωάδα, νὰ τοῦ φέρῃ τὴν Ἁγία Γραφή: «
Τὸν φελόνην, ὃν ἀπέλιπον ν Τρωάδι παρὰ Κάρπῳ, ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας» (Β΄ Τιμ. δ΄ 13). Πόσο περισσότερο ἐμεῖς μέχρι τελευταία μας πνοὴ χρειαζόμαστε τὴν μελέτη καὶ τὸν καταρτισμό; Ἡ κατάρτισι φυσικὰ δὲν περιορίζεται μόνο στὴν κατ’ ἰδίαν μελέτη, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀκρόασι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὅπως καὶ στὶς καθοδηγήσεις τοῦ Γέροντος καὶ τοῦ Πνευματικοῦ, τόσο σ’ αὐτὰ πού μᾶς συμβουλεύει ὅσο καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ ζῆ. Ὁ Ἀπ. Παῦλος τολμᾶ νὰ ὑπενθυμίσῃ: «Ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ τῆς καλῆς διδασκαλίας ἧ π α ρ η κ ο λ ο ύ θ η κ α ς» (Α΄ Τιμ. δ’ 6), «Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ’ ἐμοῦ ἤκουσας» (Β΄ Τιμ. α΄ 13), «Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες». (Β΄ Τιμ. γ΄ 14). Ὁ Τιμόθεος εἶχε ἀληθινὸ ὑπόδειγμα λόγων καὶ ζωῆς, τὸν Ἀπόστολον.
    Ἀλλ’ ὁ καταρτισμὸς ἀπαιτεῖ φροντίδα, κόπο, δὲν περιορίζεται μόνο στὴ μελέτη ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν καθόλου κατάρτισι τῆς πνευματικῆς ζωῆς. «
Σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ» (Β΄ Τιμ. β΄15).
    Ύπάρχει πάντα ὁ κίνδυνος τῆς ἀμελείας ποὺ ἰδιαιτέρως ὁ Ἀπόστολος θὰ παραγγείλῃ: «
Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοι» (Α΄ Τιμ. δ΄14).
    Ὁ Τιμόθεος βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέχεται μὲ πολλὴν ταπείνωσι τὶς προτροπὲς τοῦ Διδασκάλου νὰ μὴ λησμονῆ ποτὲ ὅ,τι πῆρε ἀπ’ αὐτόν, νὰ σκύβη πάντα στὴν ἔρευνα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὸ σαράκι τῆς ἀμελείας ποὺ καταστρέφει κόπους ὁλοκλήρου ζωῆς. Ἡ ὑψηλὴ του θέσι ὡς Ἐπισκόπου στὴν Ἔφεσο, αὐτὸ ἀπαιτοῦσε.


ἀφιλάργυρος


    Ἔπρεπε ὅμως Τιμόθεος σὰν πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺτο καὶ πνευματικὸν ἀνάστημα ἑνὸς Παύλου, νὰ τὸν εἶχε μιμηθῆ σὲ ὅλα. Ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶχε θέσει τὴν μαρτυρίαν τοῦ Εὐαγγελίου, ἀδάπανα. Δὲν ἔζησε ποτὲ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὄχι μόνον δὲν σταμάτησε στὸ ἀδάπανον Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ προχώρησε νὰ δαπανήσῃ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν του.
    Θὰ γράψῃ κάποτε εἰς τοὺς δύσκολους Κορινθίους : «
Ἰδοὺ τρίτον ἑτοίμως ἔχω ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐ καταναρκήσω (ἐπιβαρύνω) ὑμῶν· οὐ γὰρ ζητῶ τὰ ὑμῶν, ἀλλὰ ὑμᾶς… ἐγὼ δὲ ἥδιστα δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν» (Β΄ Κορ. ιβ΄14, 15). Αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ αὐτὴ τὴν γραμμὴ ἐδίδαξε καὶ εἰς τοὺς συνεργάτες του: «Μήτινα ὧν ἀπέσταλκα πρὸς ὑμᾶς, δι’ αὐτοῦ ἐπλεονέκτησα ὑμᾶς; (σᾶς ἐκμεταλλεύθηκα;) παρεκάλεσα Τίτον καὶ συναπέστειλα τὸν ἀδελφὸν· μήτι ἐπλεονέκτησε ὑμᾶς Τίτος; οὐ τῷ αὐτῷ πνεύματι περιεπατήσαμεν; οὐ τοῖς αὐτοῖς ἴχνεσι;» (Β΄ Κορ. ιβ΄17, 18).
    Στὸν Τιμόθεο, ἐξ ἀφορμῆς κακῶν Χριστιανῶν καὶ κακῶν ἐργατῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ἔλλειψαν ποτὲ ἀπ’ αὐτὴν καὶ ποὺ εἶναι «σπιλάδες… ἑαυτοὺς ποιμαίνοντες» κατὰ τὸν ἀδελφόθεον Ἰούδαν (12), θὰ γράψῃ: «
Παραδιατριβαὶ (μάταια ἀσχολίαι) διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν, καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν, ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων» (Α΄ Τιμ. ς’ 5).
    Αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι ἡ εὐσέβεια τῶν πιστῶν εἶναι μία εὐκαιρία γι’ αὐτοὺς νὰ πλουτίζουν. Νὰ ἐκμεταλλεύωνται τὴν πίστι τῶν εὐσεβῶν γιὰ χρηματισμό τους. Τὸ Βιβλίο τῆς Διδαχῆς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ ἐδῶ. «
Πᾶς ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου δεχθήτω, ἔπειτα δὲ δοκιμάσαντες αὐτὸν γνώσεσθε –σύνεσιν γὰρ ἕξετε- δεξιὰν καὶ ἀριστεράν. εἰ μὲν παρόδιός ἐστιν ὁ ἐρχόμενος βοηθεῖτε αὐτῷ ὅσον δύνασθε· οὐ μενεῖ δὲ πρὸς ὑμᾶς εἰ μὴ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας, ἐάν ἦ ἀνάγκη. εἰ δὲ θέλει πρὸς ὑμᾶς καθῆσθαι, τεχνίτης ὢν, ἐργαζέσθω καὶ φαγέτω. εἰ δὲ οὐκ ἔχει τέχνην, κατὰ τὴν σύνεσιν ὑμῶν προνοήσατε, πῶς μὴ ἀργὸς μεθ’ ὑμῶν ζήσεται χριστιανός, εἰ δ’ οὐ θέλει οὕτω ποιεῖν χριστέμπορός ἐστι· προσέχετε ἀπὸ τῶν τοιούτων» (Διδαχὴ ΧΙΙ, ΒΕΠΕΣ 2 219, 24-31). Ταυτόχρονα ὁ Ἀπόστολος θὰ δώσῃ καὶ τὸ μέτρον εἰς τὸν Τιμόθεον ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς πάντοτε τὸ τηροῦσε: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετ’ αὐταρκείας… ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν, ρίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστὶν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν (ἐκάρφωσαν) ὀδύναις πολλαῖς» (Α΄ Τιμ. ς΄6-10).
    Πλοῦτος ἄφθονος, ἡ εὐσέβεια μὲ τὴν αὐτάρκεια.

    Νὰ τὸ μέτρο.

    Μιὰ καλὴ διαχείρησι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν πάντοτε ὁδηγεῖ στὴν αὐτάρκεια.
    Χορταίνοντας κάποτε ὁ Χριστὸς τὰ πλήθη κατὰ τρόπον θαυματουργικόν, εἶπε νὰ μαζέψουν τὰ ἀποκόμματα τῶν ψωμιῶν «
ἵνα μή τι ἀπόληται» (Ἰωάν. ς΄12).
    Ποιός σκέφθηκε, μέσα σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀφθονίας ὑλικῶν ἀγαθῶν νὰ μαζεύῃ τὰ ἀποκόμματα; Καὶ ὅμως, μέσα στὴν ἀφθονία τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων καὶ τοῦ χορτάσματος τῶν ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ αὐτή.

    Τὸ τονίζομε: Τὴν ἐντολή.

    Εἶναι ἐντολὴ ἡ καλὴ διαχείρησις τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς κατασπαταλήσεως τῆς φύσεως. Ὅσο πλούσια κι ἄν μᾶς τὰ παρέχῃ ὁ Θεός, ὀφείλομε στὸν σκουπιδοτενεκέ μας νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀποκόμματα ψωμιοῦ καὶ ἀποφάγια. Ἀρχὴ τῆς ἀληθοῦς οἰκονομίας εἶναι: Τίποτε δὲν πετιέται. Τὰ πάντα δύνανται νὰ χρησιμοποιηθοῦν σὲ κάποια ἄλλη μορφή. Ποτὲ δὲν ἀγοράζεται κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἄμεσα ἢ ἔμμεσα χρήσιμο. Ἡ σκέψι, πῶς μπορεῖ ἕνα συγκεκριμένο ἀντικείμενο νὰ χρησιμοποιηθῇ, θὰ ὁδηγῇ στὴν κατάλληλη ἀξιοποίησί του. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθοῦς οἰκονομίας στὰ μέλη τῆς οἰκογενείας, εἶναι ὑπόθεσις συστηματικῆς καὶ ἐπιμόνου ἀγωγῆς. Ἂν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι ἔτσι κινηθοῦν, τότε θὰ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς τὴν ἐπίτευξι τῆς αὐταρκείας. Κι ἂν ἡ αὐτάρκεια βασιλεύῃ, τότε ποτὲ ἡ πλεονεξία καὶ φιλοχρηματία δὲν θὰ κρούσουν πειρασμικὰ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς, καὶ ἔτσι ποτὲ δὲν θὰ σπιλώσουν τὴν ἱερατική μας ἀξιοπρέπεια. Καὶ μὴ θεωρηθῇ ὅτι ὁ Τιμόθεος εἶχε οἰκογένεια. Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα θὰ γράψῃ ὁ Ἀπόστολος καὶ διὰ τοὺς οἰκογενειάρχες: «οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι… οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι» (Α΄ Κορ. ζ΄ 29-31). Τέλος, ἕνα ὑπόδειγμα ἀφιλοχρηματίας θὰ σταθῇ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, τόσο γιὰ τὸν Τιμόθεο, ὅσο καὶ γιὰ τὸν κάθε ἀπό μᾶς «Τιμόθεο», ποὺ θὰ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τιμᾶ τὸν Θεόν. Εἶναι ἕνας χρυσοῦς κανὼν ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Εἶναι λόγια, ὄχι βγαλμένα ἀπὸ τὸ ἱεροσπουδαστήριο ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὴν φτώχεια:
    « Ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν· ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσι μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι· πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ»
(Φιλιπ. δ΄11-13).
    Εἶναι νὰ θαυμάζη κανεὶς ἕνα τέτοιο ἠθικὸ ἀνάστημα ποὺ ὀρθώνεται μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ καλεῖ πρὸς μίμησι ὅσους ἀναλαμβάνουν νὰ ὑπηρετήσουν μὲ συνέπεια τὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου. Ὁ Τιμόθεος τὸ εἶχε ἀπόλυτα μιμηθῆ!


Ὁ ἀσκητὴς

    Τὸ πνεῦμα τῆς αὐταρκείας ἀνοίγει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἀσκητικὴ καὶ νηπτικὴ ζωή.
    Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἄσκησις.
    Ὅποιος ἀρνήθηκε τὸ στοιχεῖο τῆς ἀσκήσεως μέσα σ’ αὐτόν, ἀρνήθηκε στὸ βάθος, τὴ ζωὴ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ πνεύματος. «
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Ἂν δὲν βιάσῃς τὸν νωθρὸ ἑαυτό σου, δὲν ἔχεις εἴσοδο στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Τιμόθεος ἔπρεπε νὰ μάθη νὰ ἀγωνίζεται, νὰ γυμνάζεται. Ἔπρεπε νὰ δημιουργήσῃ ἠθικὸ βάθρο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ οἰκοδομοῦσε τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ὅλο τὸ βαρὺ οἰκοδόμημα τῆς ἰδιότητος τοῦ ἀποστόλου καὶ ἐπισκόπου καὶ ποιμένος. Ὁ Παῦλος, ὁ μεγάλος ἀγωνιστὴς δὲν μποροῦσε νὰ μὴ μυήσῃ τὸν Μαθητή του στὸν μεγάλο ἀγῶνα, κατὰ τῶν παθῶν, τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. «Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς» (Α΄ Τιμ. ς’ 11, 12).
    Ὁ ἀγὼν θὰ ἔχει στόχο του τὴν αἰώνιον ζωήν.
    Ἂν ὁ πνευματικὸς ἀγὼν δὲν ἔχει στόχο, εἶναι ἄχαρις, ἀνόητος καὶ ἀνέφικτος. Οἱ Χριστιανοί μας σήμερα δὲν ἔχουν στόχο στὸν ἀγῶνα τους, γι’ αὐτὸ καὶ εὔκολα κουράζονται καὶ παραιτοῦνται.
    Στόχος εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
    Ὁ ἀγῶνας ἔχει διπλὸ χαρακτῆρα. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ἡ ἐπίδοσι στὸ ἀγαθό. Ὁ Τιμόθεος θὰ πάρῃ τὴ γενικὴ προτροπή: «
Ἔπεχε σεαυτῷ» (Α΄ Τιμ. δ΄15). Δὲν λέγει, πρόσεχε τὸν κόσμο, οὔτε πρόσεχε τὸν διάβολο, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό σου. Εἶναι ἡ ἰδία ἡ ἐντολὴ ποὺ πῆραν οἱ πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» αὐτὸν (Γέν. β΄ 15). Ἀπὸ ποῖον νὰ φυλάξουν τὸν Παράδεισο οἱ πρωτόπλαστοι; Κλέπται καὶ λησταὶ δὲν ὑπῆρχαν. Ὁ διάβολος ἦταν πνεῦμα καὶ φράχτες δὲν ἐμποδίζουν τὴν παρουσία του. Ἔπρεπε ὁ Ἀδὰμ νὰ φυλάξῃ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι καὶ ὁ Ἀπόστολος γράφει στὸν Τιμόθεο. Ἔπρεπε τὸν ἑαυτό του νὰ φυλάξῃ. Καὶ πρῶτα, ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες τὶς τάσεις καὶ ἐπιθυμίες ποὺ κυριαρχοῦν στοὺς νέους. «Τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε» (Β΄ Τιμ. β΄ 22). Ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου μὲ τὰ τερπνά της εἶναι ἡ μεγάλη παγίδα. Ὁ κόσμος νοθεύει τὸ χριστιανικὸ φρόνημα, χλιαρώνει τὴν καρδιά, ἀπονευρώνει τὴ θέλησι. Ὁ Τιμόθεος ἦταν νέος, ἀλλὰ πάλαιψε. Καὶ δὲν ἔπαψε ἐφ’ ἑξῆς πάντα νὰ παλαίῃ. Τοῦτο δείχνουν οἱ προτροπὲς τοῦ Ἀποστόλου: «Γύμναζε σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν» (Α΄ Τιμ. δ΄ 7), «Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε… ἵνα στρατεύῃ… τὴν καλὴν στρατείαν…» (Α΄ Τιμ. α΄18).
    Ἔπρεπε ὅμως ὁ Τιμόθεος νὰ στραφῇ καὶ σ’ ἕναν ἀγῶνα οἰκοδομῆς. Ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἅγιος κατὰ τὴν ἐντολή: «Ἅγιοι γίνεσθε». Καὶ νά! Ζῆ ἀσκητικὴ ζωή. Ὁ Ἀπόστολος ἀναγκάζεται νὰ τοῦ γράψῃ. «
Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ’ οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας» (Α΄ Τιμ. ε΄23). Ἔπρεπε νὰ στραφῇ στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς ὑπάρξεώς του. Νὰ γίνῃ ν η π τ ι κ ό ς. «Σὺ δὲ νῆφε ἐν πᾶσι» (Β΄ Τιμ. δ΄ 5).
    Ἡ νηπτικὴ ζωὴ εἶναι ἡ καθαυτὸ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ φυλακὴ τοῦ νοῦ καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς (Φιλοκαλία, Τόμ. Α΄σ. 157 ρθ΄). Συχνὰ ὑπάρχει ἀποτυχία στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα γιατὶ μᾶς κυριεύει ἕνας φόβος νὰ προχωρήσωμε στὴν νηπτικὴ ζωή. Νομίζομε πὼς θὰ χάσωμε κάποιες «χαρές» πού μᾶς δίνει ὁ κόσμος χωρὶς νὰ καταλαβαίνωμε ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτόν μᾶς κρατᾶ δέσμιους ὁ κόσμος. Ὁλόκληρο, ὡστόσο τὸ εὐαγγέλιο, εἶναι μία ὁδὸς νηπτικῆς ζωῆς. Ἡ νηπτικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ τήρησις κάποιων ἐντολῶν, ἀλλ’ ἡ μεγάλη ἐντολὴ τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ χώρου τῆς ὑπάρξεώς μας ποὺ θὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός. Αὐτό, περίεργα, τὸ φοβόμαστε. Κι ἔτσι ἀστοχοῦμε ἀπ’ τὸν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἔτσι, γίνεται ὁ ἀγῶνας μας ἄχαρις, ἀνόητος, ἀνέφικτος.
    Ἆραγε, θὰ μᾶς συγκινήσῃ ἡ ἁγία ζωὴ τοῦ Τιμοθέου;


Ὁ συνεργάτης, ὁ Ἱεραπόστολος, ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ποιμὴν


    Μὲ μιὰ τέτοια κατάρτισι στὴν ἁγιότητα ὁ Τιμόθεος, ἑτοιμάζεται γιὰ τοὺς μεγάλους ἀγῶνες στὸ στίβο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ βοηθὸς τοῦ Παύλου, γίνεται πολύτιμος συνεργάτης του.
    Δύο προϋποθέσεις χρειάζονται πάντοτε γιὰ μιὰ συνεργασία: Ἡ ταπείνωσι καὶ ἡ ἀγάπη. Καὶ τὶς δύο τὶς βρίσκομε στὸν Τιμόθεο. Μένει πάντοτε ὁ Μαθητὴς μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας. Πῶς ἀλλοιῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῇ ὅτι, ἐπίσκοπος πλέον στὴν πολύκοσμη Ἔφεσο, καὶ πρωτεύουσα τοῦ μικρασιατικοῦ χώρου, ἐκεῖ ποὺ ἀκούστηκαν οἱ μεγαλύτεροι Ἴωνες φιλόσοφοι, νὰ δέχεται προτροπὲς ποὺ θυμίζουν ὅτι ἀποτείνονται σὲ πρωτόβγαλτο ἔφηβο, ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό του τὸν Παῦλο; Μόνη ἡ ταπείνωση τὴ δικαιολογεῖ. Μὰ καὶ ἡ ἀγάπη, τὸ ἄλλο σκέλος μιᾶς καλῆς συνεργασίας εἶναι διάχυτη. Γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι οἱ καλύτερες προϋποθέσεις στὴν ποιμαντικὴ εἶναι
«τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἀγαποῦσε τὸν Τιμόθεο καθ’ ὑπερβολήν, ὅπως καὶ ὁ Τιμόθεος τὸν Διδάσκαλό του. Τὸν ὀνομάζει «γνήσιον τέκνον ἐν πίστει» (Α΄ Τιμ. α΄ 2), «ἀγαπητὸν τέκνον» (Β΄ Τιμ. α΄2), «ἀδελφόν», «συνεργόν» (Α΄ Θεσ. γ΄ 1-3), «ἰσόψυχον» (Φιλιπ. β΄ 19). Γράφει στοὺς Φιλιππησίους: «Οὐδένα ἔχω ἰσόψυχον, ὅστις γνησίως τα περὶ ὑμῶν μεριμνήσει· οἱ πάντες γὰρ τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσι, οὐ τὰ Χριστοῦ Ἰησοῦ, τὴν δὲ δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε, ὅτι ὡς πατρὶ τέκνον σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον» (Φιλιπ. β΄ 20-23). Θὰ μποροῦσε, ἀλήθεια, ν’ ἀποδοθῇ μεγαλύτερο ἐγκώμιο συνεργάτου; Στέλλεται ὁ Τιμόθεος ἀπὸ τὸν Παῦλο σὲ διάφορες ἱεραποστολές, ἄφοβα καὶ μὲ κάθε ἐμπιστοσύνη. Γράφει στοὺς Κορινθίους: «Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστι τέκνον μου ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ». (Α΄ Κορ. δ΄ 17). Καὶ στοὺς Φιλιππησίους: «Ἐλπίζω δὲ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ, Τιμόθεον ταχέως πέμψαι ὑμῖν, ἵνα κἀγὼ εὐψυχῶ γνοὺς τὰ περὶ ὑμῶν» (Φιλιπ. β΄ 19). Καὶ στοὺς Θεσσαλονικεῖς: «Διὸ μηκέτι στέγοντες εὐδοκήσαμεν καταλειφθῆναι ἐν Ἀθήναις μόνοι, καὶ ἐπέμψαμεν Τιμόθεον, τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν καὶ διάκονον τοῦ Θεοῦ καὶ συνεργὸν ἡμῶν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ στηρίξαι ὑμᾶς καὶ παρακαλέσαι ὑμᾶς περὶ τῆς πίστεως ὑμῶν» (Α΄ Θεσ. γ΄ 1-3). Ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο θὰ γράψῃ: «Ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον» (Β΄ Τιμ. δ΄ 5).
    Πρέπει τώρα ὁ Τιμόθεος νὰ ἀναλάβῃ καὶ ἐπισκοπή. Τοῦ ἐναποτίθεται ὅλο τὸ βάρος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἐφεσίων.

    Εἶναι ὁ πρῶτος της Ἐπίσκοπος.

    Γράφει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας: «Τιμόθεος γε μὴν τῆς ἐν Ἐφέσῳ παροικίας ἱστορεῖται πρῶτος τὴν ἐπισκοπὴν εἰληχέναι» (Εὐσεβίου, Ἐκκλ. Ἱστορία Γ’ δ΄ 5, ΒΕΠΕΣ 19 σ. 251, 37).
    Ἐποίμανε θεοφιλέστατα.
    Ἆραγε ἡ Ἐπιστολὴ τῆς Ἀποκαλύψεως πρὸς τὸν Ἄγγελον τῆς Ἐφέσου ὑπαινίσσεται τὸν Τιμόθεον; Ἦταν πολὺ νέος ὁ Τιμόθεος, ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐπισκοπή, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἐνθαρρύνει:
«Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν» (Α΄ Τιμ. δ΄ 11). Δὲν θὰ ἔπιπτε τὸ βάρος στὴν ἡλικία, ἀλλὰ στὴν ὑποδειγματικὴ ζωή του. Ὁ σκοπὸς ποὺ ἐγκαθίσταται ἐκεῖ, εἶναι νὰ περιφρουρήσῃ τὸ ποίμνιον ἀπὸ τὶς ἀναφυόμενες ἰουδαϊκὲς φλυαρίες καὶ γνωστικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ: «Καθὼς παρεκάλεσά σε προσμεῖναι ἐν Ἐφέσῳ, πορευόμενος εἰς Μακεδονίαν, ἵνα παραγγείλῃς τισ μὴ ἑτεροδιδασκαλεῖν» (Α΄ Τιμ. α΄ 3). Ἔχει σοβαρότατον ἀντιαιρετικὸν ἀγῶνα ὁ Τιμόθεος.
    Ὅπως καὶ σήμερα. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος, ἂν θέλετε νὰ τὸ δεχθῆτε, δὲν εἶναι ὁ Χιλιασμός, ἀλλὰ ἕνας ἀναβιούμενος νεογνωστικισμός, εἰσηγητὴς τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Μασωνισμός, ἡ Θεοσοφία, καὶ πλεῖστα ὅσα κυκλοφοροῦντα φιλοσοφικὰ καὶ φιλολογικὰ ἔντυπα, πού, ἂς τὸ ἐννοήσωμε, κάνουν ἀληθινὴ θραῦσι. Δὲν ἀναιροῦν τὴν πίστι, ὅπως καὶ ὁ ἀρχαῖος γνωστικισμός, ἀλλὰ τὴ νοθεύουν. Μὴ ἀπατώμεθα ὅταν βλέπωμε τοὺς ἐνορίτες μας στὴν Ἐκκλησία. Στὴν καρδιά τους συχνὰ ἔχουν ἀλλοτρία πίστι ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι δὲν κατανοοῦν ὅτι δὲν ἀληθεύουν σ’ αὐτή.
    Ὁ Ἀπόστολος, πρὸς ἀντιμετώπισι τοῦ κακοῦ προτείνει ἕνα μόνο φάρμακο, νὰ καλλιεργηθῇ ἡ ἔ ν ν ο ι α τ ῆ ς Ἐ κ κ λ η σ ί α ς ὡ ς σ ύ ν ο λ ο.
    Στὴν Α’ του πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή, στὸ α΄ Κεφάλαιο, τονίζει τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως.
    Στὸ β΄ Κεφάλαιο, τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα μὲ τὴν λατρεία.
    Καὶ στὸ γ΄ Κεφάλαιο, τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα μὲ τὴν ἱεραρχικὴ διάρθρωσι. Ὅλα τ’ ἄλλα ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτά (HOLZNER, Παῦλος, σ. 468).
    Ἕνα κεντρικὸ σημεῖο γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ κινηθῇ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογικὴ διάρθρωσις, εἶναι τὸ πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου. Γι’ αὐτόν, λίγα μόλις χρόνια ἀργότερα, τὸ 107 μ.Χ. διὰ πολλῶν θὰ γράψῃ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἦταν, συνεπῶς, ἀνάγκη νὰ δημιουργηθῇ ἱερατεῖον, ὡς ἄμεσοι βοηθοὶ τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἰδιαιτέρως θὰ τὸ τονίσῃ στὸν Τιμόθεο:
«ἃ ἤκουσας πάρ’ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι» (Β΄ Τιμ. β΄ 1). Τὸ μεγάλο, τὸ ἐπίμαχο, τὸ φλέγον θέμα δημιουργίας νέων Ἱερέων, ὡς διάδοχος κατάστασις τῆς Ἐκκλησίας.
    Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τί κάνωμε πάνω σ’ αὐτό;

    Ἂς προσέξωμε: «Ταῦτα παράθου…». Πρόκειται περὶ ἐντολῆς, περὶ

ἐ π ε ι γ ο ύ σ η ς ἐ ν τ ο λ ῆ ς. Ἂν θέλετε, ἂς ἀκούσωμε καὶ τὸν Κύριο: «ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ». Γιατί τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Κύριος; Γιατὶ «ἰδὼν τοὺς ὄχλους ἐσπλαχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36-38)
Καὶ τὸν λόγον τὸν ἀποτείνει ὅλως ἰδιαιτέρως στοὺς Μαθητάς. Τί σημαίνει αὐτό; Δὲν σημαίνει ὅτι ἐντελλόμεθα νὰ δημιουργήσωμε νέους ἱερεῖς;

    Ἀξίους ὅμως!

    Ὄχι ἀναξίους, γιατὶ τότε θὰ προσφέρωμε τὶς χειρότερές μας ὑπηρεσίες.

    Εἶναι θέμα ἀγάπης. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Χριστό, φροντίζει νὰ ποιμαίνῃ τὸ ποίμνιο τὸ δικό Του. Φροντίζει νὰ δημιουργῇ νέους ἀνθρώπους γιὰ τὸ Θυσιαστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ ποιμάνουν τὴν Ἐκκλησία Του. Θὰ τοὺς ἐπισημάνῃ ἀπὸ νέα παιδιά. Θὰ ἀσκῇ, κατ’ ἀρχὰς μέν, ἀγωγὴν Χριστοῦ, κατόπιν καὶ μὲ πολλὴ διακριτικότητα, ἀγωγὴν ἱερατικήν. Ἡ δημιουργία ἱερατικῶν κλήσεων εἶναι μακροπρόθεσμος ὑπόθεσις. Δὲν θὰ ἀποκάμῃ ὡστόσο, δὲν θὰ ἀπογοητευθῇ. Θέλει διδασκαλία, προσευχή, ἀγρυπνία, καρδιά, δάκρυα. Ἔτσι, θὰ δῇ ἱερατικοὺς βλαστοὺς «κύκλῳ τῆς πνευματικῆς τοῦ τραπέζης». Ἔτσι θὰ ἔχῃ τὴν πληροφορία ὅτι ὑπήκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ νὰ παραθέσῃ «ταῦτα πιστοῖς ἀνθρώποις» γιὰ νὰ σταθοῦν κι αὐτοὶ διάκονοι τοῦ Εὐαγγελίου. Πρέπει νὰ ἀντιληφθῇ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «οἶκος τοῦ Θεοῦ ζῶντος» καὶ ὀφείλει νὰ μάθῃ «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι» (Α΄ Τιμ. γ΄14, 15).
    Ἐδῶ ἔγκειται ἡ «πιστὴ οἰκονομία» καὶ ὁ «πιστὸς οἰκονόμος».
    Ὁ Τιμόθεος ἔλαβε τὴν ἐντολὴ καὶ τὴν ἐξεπλήρωσε.
    Μένει νὰ ἀκολουθήσωμε τὸ παράδειγμά του.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ


    Ἀγαπητοί,

    Ἂν θὰ θέλαμε νὰ περικλείσωμε ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἁγίας προσωπικότητος τοῦ Τιμοθέου, θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ διατυπώσωμε μὲ μὶα περιεκτικὴ φράσι τοῦ Ἀπ. Παύλου στὸν Τιμόθεο: «Σ ὺ δ έ, ὦ ἄ ν θ ρ ω- π ε τ ο ῦ Θ ε ο ῦ , ταῦτα φεῦγε· δίωκε δὲ δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα· ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς» (Α΄ Τιμ. ς΄11, 12).

    Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ!

    Ἕνας τίτλος ἐξόχως τιμητικὸς ποὺ μὲ ἄκρα φειδωλότητα ἀποδίδει ἡ Ἁγία Γραφή. «Μέγα ἀξίωμα», παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «πάντες μὲν γὰρ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κυρίως οἱ δίκαιοι, οὐ κατὰ τὸν τῆς δημιουργίας λόγον μόνον ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν τῆς οἰκειώσεως». Χαρακτηρισμὸς ποὺ ἀποδίδεται στὸν πατριάρχη Ἰωσήφ, τὸν Μωϋσῆ, τὸν Σαμουήλ, τοὺς Προφῆτες Ἠλίαν καὶ Ἐλισσαῖον, καὶ τώρα στὸν Τιμόθεο. Ἡ Ἐκκλησία μας θὰ τὸν ἀποδώσῃ καὶ στὸν Μέγα Ἀντώνιον καὶ στὸν ἅγιον Ἀλέξιον.
    Εἶναι ἡ χαρακτηριστικώτερη ἰδιότης ποὺ πρέπει νὰ κάνῃ τὸν Χριστιανὸ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ ξυπνᾶ μὲ τὸ ὅραμά της.

    «Φεῦγε» - «Δίωκε».

    Εἶναι οἱ δύο πόλοι ὅπως τοὺς θέτει ὁ Ἀπόστολος μέσα στοὺς ὁποίους θὰ κινῆται. «Φ ε ῦ γ ε» τὸν κόσμο καὶ τὸ φρόνημά του. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχουν καμμιὰ ἠθικὴ σχέσι μ’ αὐτόν. Καὶ ὅπως ὑπέροχα τοὺς περιγράφει ἡ πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολή: «Πατρίδα τους ἔχουν κι αὐτοὶ ἕνα ὡρισμένο τόπο, ἀλλὰ ζοῦν σὰν πάροικοι. Μετέχουν σὲ ὅλα σὰν πολίται, καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν σὰν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος εἶναι πατρίδα τους, καὶ κάθε πατρίδα τους, ξένος τόπος. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι, κάνουν παιδιά, ἀλλὰ δὲν τ΄ ἀπορρίχνουν. Κάθονται σὲ κοινὸ τραπέζι ἀλλὰ δὲν ἔχουν κοινὴ κοίτη. Ἐν σαρκὶ βρίσκονται, ἀλλὰ δὲν ζοῦν κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς ἡμέρες τους, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἀλλὰ μὲ τὴ ζωή τους τοὺς νικοῦν καὶ τοὺς ξεπερνοῦν. Οἱ ἴδιοι εἶναι πτωχοί, ἀλλὰ πολλοὺς πνευματικὰ πλουτίζουν. Ἀπ’ ὅλα στεροῦνται καὶ ὅλα τὰ ἔχουν περίσσια. Ὑβρίζονται καὶ τιμοῦν. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦν. Ὅλοι τοὺς πολεμοῦν καὶ ὅλοι αὐτοὶ δὲν ξέρουν τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας των. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἁπλά, ὅ,τι εἶναι στὸ σῶμα ἡ ψυχή, αὐτὸ εἶναι στὸν κόσμο οἱ Χριστιανοί. Ἡ ψυχὴ κατοικεῖ μέσα στὸ σῶμα ἀλλὰ δὲν εἶναι τοῦ σώματος. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ κατοικοῦν μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν εἶναι τοῦ κόσμου» (Πρὸς Διόγνητον Ω, ΩΙ.).
    Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον δὲν ἔχουν ἠθικὴ σχέσι μὲ τὸν κόσμο, ἀλλὰ γίνονται καὶ ὄργανα τοῦ Θεοῦ νὰ ὑπηρετήσουν τὸν κόσμο στὴ σωτηρία του, ὅπως τὸν καθένα τὸν καλέσῃ ὁ Θεός. Δὲν φεύγουν μόνον ἀπὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἀλλὰ «δ ι ώ κ ο υ ν» καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἐπιδιώκουν τὴν ἁγία ζωή, τὴν εὐσέβεια, τὴν πίστι, τὴν ἀγάπη, τὴν ὑπομονή, τὴν πραότητα. Κρατοῦν τὴν αἰώνιο ζωή. Καὶ ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης:
«Ἐκ τῆς ἐν σοὶ τριάδος τὴν Τριάδα ἐπίγνωθι». Ἀπὸ τὴν ἐνάσκησι τῆς τριάδος τῶν θεολογικῶν ἀρετῶν, μπορεῖς νὰ γνωρίσῃς τὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ νὰ γίνῃς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
    Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκόμη κάτι περισσότερο, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει γιὰ τὸν Μ. Ἀντώνιο: «μιμητὴς τῶν π ρ ο φ η τ ῶ ν, τῶν ἀ π ο σ τ ό λ ω ν, τῶν μ α ρ τ ύ ρ ω ν, τῶν ἀ γ γ έ λ ω ν ».
    Τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, στὸν εὐαγγελισμὸ καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ. Τῶν Μαρτύρων, στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀγγέλων, στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ.
    

    «Σὺ δέ, ὦ Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ!»

    Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ προσωνυμία καὶ προσφώνησι τοῦ Ἀποστόλου στὸν Τιμόθεο, εἴθε νὰ σπαράξῃ τὶς καρδιές μας καὶ ἀνάπαυσι νὰ μὴ βρίσκουν πουθενά, ἕως ὅτου μεταμορφωθοῦν σὲ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Μάρτυς

    Εἴπαμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι κατ’ ἀκολουθίαν καὶ Μάρτυς Θεοῦ. Ὅπου σταθῆ, θὰ καταθέσῃ μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ θὰ ὑπάρξουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν θὰ τὴν ἀποδεχθοῦν, τότε γίνεται καὶ Μάρτυς Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ Εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ». (Β΄ Τιμ. α΄ 8).
    Ὁ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ παραγγέλλει εἰς τὸν Τιμόθεο, τὸν ὑποψήφιο δέσμιο, νὰ μὴ ντραπῇ νὰ ὁμολογήσῃ Χριστόν, οὔτε τὸν φυλακισμένο Διδάσκαλό του, ἀλλὰ νὰ προχωρήσῃ καὶ ὁ ἴδιος ἂν παραστῇ ἀνάγκη, εἰς τὸ μαρτύριον. Ὅπως εἶναι δεμένα, ἡ ἀγάπη μὲ τὴν μαρτυρία, ἔτσι σφιχτοδένονται καὶ ἡ κακοπάθεια μὲ τὴν μαρτυρία.
    Τὸ Μαρτύριο εἶναι μὶα ἰδιαίτερη χάρις ποὺ τὸ ἐργάζεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στὸν πιστό (Ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσ.).
    Εἶναι ἕνα θαῦμα. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ ξεπηδᾶ σὲ μιὰ στιγμὴ χρόνου. Ἔχει προϋποθέσεις. Προηγεῖται τοῦ θαύματος μιὰ σειρὰ ἀπὸ χρόνια ἐργασίας ἐπίμονης καὶ ἐπίπονης ποὺ προετοιμάζει γιὰ τὸ μαρτύριο. Γιὰ νὰ φθάσῃ ὁ Τιμόθεος στὸ νόμιμο μαρτύριο, πρέπει νὰ ἀρχίσῃ νὰ κακοπαθῇ στὸ ἔργο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ καὶ γράφει ὁ Ἀπόστολος:
«Σὺ κακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ».
    Εὐαγγελικὴ ζωὴ χωρὶς νὰ κοστίζῃ, δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὸ τίμιο μαρτύριο. Πρέπει νὰ ἀνακαλύψῃ ὁ κάθε πιστὸς ὅτι ὁ πυρήνας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ θεληματικὴ κακοπάθεια, ὁ σταυρός, στὴ ζωὴ αὐτή. Μιὰ κακοπάθεια ποὺ φέρει στὴ νίκη
«κατὰ δύναμιν Θεοῦ». Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐμπνέει τὴν κακοπάθεια στὸν πιστὸ ποὺ τὴ νιώθει σάν το πιὸ γλυκὺ πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Μόνον ὅσοι μπῆκαν στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νὰ αἰσθάνωνται τὴν ἀνείπωτη αὐτὴ γλυκύτητα. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ οἱ Μάρτυρες ἔχουν χαρά.
    Καὶ ὁ
Tιμόθεος, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ὡρίμαζε σὰν τὴν κατάκαρπη ἐληὰ στὸ περιβόλι τῆς Ἐκκλησίας.
    Ἦλθε, ὅμως καὶ ὁ καιρὸς τῆς συγκομιδῆς. Ὁ διδάσκαλός του, ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶχε δώσει τὴν καλὴ μαρτυρία στὶς φυλακὲς τῆς Ρώμης πρὸ πολλοῦ. Καὶ ὁ Τιμόθεος τώρα ἑτοιμάζεται νὰ ἐπισφραγίσῃ τὴν ἁγιωτάτη του ζωὴ μὲ τὸ μαρτύριο.

    Ἡ ἀφορμὴ δόθηκε.

    Κάποια εἰδωλολατρικὴ ἄπρεπη γιορτὴ γινόταν στὴν Ἔφεσο, τότε ποὺ αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ἦταν πιθανῶς ὁ Δομετιανός. Ὁ Τιμόθεος ἤλεγξε τὴν ἀπρέπεια. Ὀργισμένο τὸ πλῆθος ἄρχισε νὰ τὸν κτυπᾶ μὲ ρόπαλα.
    Καὶ τότε, ξ α ν ά σ κ υ ψ ε τὸ κεφάλι καὶ δέχθηκε τὸ θανάσιμο κτύπημα ποὺ τὸν ἔφερε κοντὰ στὸν ἀγαπημένο του Διδάσκαλο, τὸν Παῦλο, μέσα στὴ φωτεινὴ δόξα τῆς θεωρίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
    Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔ σ κ υ ψ ε τὸ κεφάλι ὁ Τιμόθεος, ἦταν, ὅταν δεχόταν τὰ χέρια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Πρεσβυτερίου γιὰ νὰ λάβῃ τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης.
    Τότε, τοῦ εἶχε παραγγείλει ὁ Ἀπόστολος:
«Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκην φύλαξον». (Α΄ Τιμ. ς΄20).
    Τὴν παρακαταθήκην τῆς Ἐκκλησίας ποὺ μὲ τὴν Ἱερωσύνη, σοῦ ἐμπιστεύεται ὁ Χριστός, φύλαξέ την. Φύλαξέ την
«ἄσπιλον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Τιμ. ς΄ 14).
    Καὶ ὁ
Tιμόθεος, ὁ «συνεργός», ὁ τίμιος, καὶ τὸ ἠγαπημένον τοῦ Παύλου «τέκνον», τὴν ἐφύλαξε ὁλόκληρη τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη.
    Τὴν ἐφύλαξε ἀπὸ τὰ πρῶτα βρεφικὰ καὶ νεανικά του χρόνια στὴν Λύστρα, μέχρι τὸν μαρτυρικό του θάνατο στὴν Ἔφεσο.


    Σεβασμιώτατε,

    Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,

    Μιὰ ζωὴ ἄρχισε καὶ τέλειωσε στὴν πιὸ σκληρὴ κονίστρα ποὺ ἔχει ὁ κόσμος. Ἡ πάλη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν κόσμο καὶ τὸν διάβολο.

    Ὁ Τιμόθεος, πάλαιψε καὶ νίκησε!

    Λίγο μετά, μόλις 10 χρόνια, τὸ 107 μ.Χ., ἕνας μιμητής του, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, ὅταν βάδιζε στὸ μαρτύριο, καὶ ποθῶντας νὰ μιμηθῇ τὸν Τιμόθεο, ἔγραφε στοὺς ἴδιους τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου «γένοιτό μοι ἐπιτυχεῖν, ἵνα ἐν κλήρῳ Ἐφεσίων εὑρεθῶ τῶν Χριστιανῶν, οἳ καὶ τοῖς ἀποστόλοις πάντοτε συνῆσαν, ἐν δυνάμει Ἰησοῦ Χριστοῦ, Παύλῳ, Ἰωάννῃ,
Τ ι μ ο θ έ ῳ τ ῷ π ι σ τ ο τ ά τ ῳ »
(Ἁγ. Ἰγνατίου, πρὸς Ἐφεσίους, ΙΧ –ἐκτενεστέρα μορφή-, ΒΕΠΕΣ Τόμ. 2, σ. 290, 1). Ἀλλὰ τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, διαρκῶς φανεροῦται μέσα στὴν Ἱστορία, καὶ οἱ ἱερατικὲς γενιὲς ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ ἔχουν τὸν Τιμόθεο, ὁρόσημο στὴν πορεία τους.

    Καὶ ἡ γενιά μας!

    Ἡ Ἐκκλησία μας τὸν τιμᾶ στὶς 22 Ἰανουαρίου.

    Καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου πρὸς αὐτὸν συχνὰ ἀκούονται στὸ ἐκκλησίασμα. Εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διατηρεῖ γιὰ μίμησι, γιὰ κίνητρο, γιὰ ὑπόδειγμα. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές μᾶς τὸ πληροφοροῦν: «Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων μνημονεύσωμεν, ὅπως κοινωνοὶ γενέσθαι τῆς ἀθλήσεως αὐτῶν καταξιωθῶμεν» (Ἀπ. Διαταγ. Η ‘ ΧΙΙΙ).

    Ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, Ἅγιε Τιμόθεε,

    Μιὰ ὁλόκληρη χορεία ἱερέων εὐλαβῶν ἀτενίζουν μὲ ἀγωνία τὴν ἁγία σου μορφή.

    Πόθησες, ἀγάπησες, μόχθησες, ποίμανες, μαρτύρησες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

    Ἐστάθης «τύπος τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ», μιμητὴς γενόμενος τοῦ Μεγάλου σου Διδασκάλου Παύλου, τοῦ πιστοῦ μιμητοῦ τοῦ Χριστοῦ. Σὺ «Τῷ Θεῷ προωρισμένος, καὶ τῷ σοφῷ Παύλῳ μεμαθητευμένος, ἐμυήθης τὰ θεῖα, καλῶς πολιτευσάμενος· καὶ τὴν πίστιν μέχρις αἵματος, ἀνενδοιάστως σαφῶς ἐνστερνισάμενος, πιστὸς τὰ πρὸς τὸν Θεὸν Ἀρχιερεὺς ἀνεδείχθης, Τιμόθεε Ἀπόστολε· ὅθεν τοὺς εἰδωλομανοῦντας ἐλέγξας, ροπάλοις καὶ λίθοις καταικιζόμενος, ἔτυχες τοῦ μαρτυρίου τῶν στεφάνων. Διὸ Παμμάκαρ πρέσβευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἐν πίστει τελούντων τὴν πάνσεπτον μνήμην σου».

(Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ).

arnion.gr

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:

ΑΠΟCTOΛΟC ΤΙΜΟΘΕΟC

Ἀρχ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Ἔκδοσις : «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»

Ἀρχή σελίδος